δειγματίσας

δειγματίσας
δειγματίσᾱς , δειγματίζω
make a show of
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δειγματίζω — (AM δειγματίζω) [δείγμα] χρησιμοποιώ δείγμα από εμπόρευμα για να τό δοκιμάσει ή να τό ελέγξει ο αγοραστής μσν. δείχνω («διὰ τῆς χειρὸς δειγματίσας τοῡτον») αρχ. προβάλλω κάποιον ως παράδειγμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”